Εισβολή ξένων στο τραπεζικό σύστημα;
Μεγάλοι «παίκτες» του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου, όπως η BNP Paribas, η Deutsche Bank, η HSBC και η Unicredito, φέρονται να έχουν δεχθεί, σύμφωνα με τις πληροφορίες του «B», κρούσεις από Έλληνες τραπεζίτες για στρατηγικές συνεργασίες, καθώς ενισχύονται οι ενδείξεις, ότι η τρόικα των διεθνών πιστωτών της χώρας πριμοδοτεί την ενίσχυση των τραπεζών με «φρέσκα» κεφάλαια από την Ευρώπη, λέγοντας το μεγάλο «όχι» στις συγχωνεύσεις μεταξύ ελληνικών τραπεζών.Σύμφωνα με πληροφορίες, στον επόμενο γύρο αυξήσεων κεφαλαίου των μεγάλων ελληνικών τραπεζών, που δεν θα αργήσει, έχουν προσκληθεί να δώσουν το «παρών» μεγάλοι ευρωπαϊκοί τραπεζικοί όμιλοι, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό θα αποκτήσουν στρατηγικές συμμετοχές στις ελληνικές τράπεζες και θα δώσουν έτσι «ψήφο εμπιστοσύνης» στην εθνική οικονομία, για την μετά το μνημόνιο εποχή.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όπως είχε αποκαλύψει το «B» από τις αρχές Ιουλίου, έχει άλλωστε τοποθετηθεί εξαρχής υπέρ της ενίσχυσης των ελληνικών τραπεζών με νέα κεφάλαια από το εξωτερικό, αντιμετωπίζοντας με μεγάλη επιφυλακτικότητα τα διακινούμενα στην Αθήνα (από κυβερνητικούς παράγοντες και τραπεζίτες) σενάρια εξόδου του συστήματος από την κρίση με συγχωνεύσεις… εσωτερικού.
Η υπέρβαση της ύφεσης στην οικονομία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ταμείου, περνάει κυρίως μέσα από την αποκατάσταση των ροών χρηματοδότησης επιχειρήσεων και νοικοκυριών, που με τη σειρά της απαιτεί την άμεση ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών, ώστε να συνεχίσουν να δανείζονται απρόσκοπτα στην παρούσα φάση από την ΕΚΤ και αργότερα από τη διατραπεζική αγορά. Αυτή η απαιτούμενη ενίσχυση των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών δεν μπορεί, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ταμείου, να επιτευχθεί με συγχωνεύσεις μεταξύ ελληνικών τραπεζών, αλλά είναι αναγκαία η ενίσχυση της επενδυτικής παρουσίας ισχυρών διεθνών ομίλων στην εγχώρια αγορά.
Η τοποθέτηση ξένων τραπεζών στην Ελλάδα, όμως, όπως έχουν διαπιστώσει οι παράγοντες του εγχώριου τραπεζικού συστήματος από τις επαφές τους στο εξωτερικό, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση στην παρούσα φάση:
n Τα σενάρια αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους σε κάποιο στάδιο εφαρμογής του τριετούς σταθεροποιητικού προγράμματος, αλλά και οι κίνδυνοι αποτυχίας της κυβέρνησης στην εφαρμογή των μέτρων, δεν παύουν να δημιουργούν σοβαρές ανησυχίες στη διεθνή τραπεζική κοινότητα. Ένα στοίχημα στην ελληνική τραπεζική αγορά, με μια σημαντική επένδυση σε εγχώρια τράπεζα, είναι για τις ευρωπαϊκές τράπεζες μια κίνηση υψηλού ρίσκου, που μπορεί να αποφέρει σημαντικά κέρδη, αλλά και να εξανεμίσει τα κεφάλαια που θα επενδυθούν, αν το «ελληνικό στοίχημα» χαθεί.
n Ακόμη και αν οι Ευρωπαίοι τραπεζίτες ξεπεράσουν αυτό το εμπόδιο, αποφασίζοντας να αναλάβουν ελληνικό κίνδυνο σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία, το επόμενο ερώτημα που τίθεται είναι με ποιους όρους μπορεί αυτή τη στιγμή να προωθηθεί μια στρατηγική συνεργασία με μεγάλη ελληνική τράπεζα. Οι ξένοι τραπεζίτες εμπιστεύονται το μάνατζμεντ των ελληνικών τραπεζών και δεν φαίνεται να επιδιώκουν την ανάληψη του ελέγχου, που θα τους έφερνε αντιμέτωπους με τις ελληνικές ιδιαιτερότητες, τις οποίες δεν κατάφεραν ως τώρα να αντιμετωπίσουν με επιτυχία οι διοικήσεις των δύο μεγάλων γαλλικών τραπεζών με σημαντικές θέσεις στην Ελλάδα (Credit Agricole, Societe Generale).
n Όμως, από την άλλη πλευρά είναι και ιδιαίτερα δύσκολο να βρεθεί μια φόρμουλα απόκτησης μειοψηφικής συμμετοχής των ξένων τραπεζών, από την οποία θα αντληθούν αξιόλογα κεφάλαια, καθώς η πρωτοφανής απαξίωση των εγχώριων τραπεζικών μετοχών δεν επιτρέπει τη διάθεση νέων μετοχών σε ξένους εταίρους σε στοιχειωδώς ικανοποιητικές τιμές.
Μια φόρμουλα υπέρβασης αυτών των δυσκολιών, όπως επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη, θα ήταν να δοθεί από ξένες τράπεζες μια συμβολική μόνο κεφαλαιακή ενίσχυση σε ελληνικές τράπεζες, από την οποία οι ξένοι εταίροι θα αποκτήσουν μια συμμετοχή της τάξεως του 10-20%. Αυτή, όμως, η μικρή κεφαλαιακή ενίσχυση, θα είχε ιδιαίτερη σημασία για την αντίληψη των ελληνικών τραπεζών από τη διεθνή αγορά, δημιουργώντας σημαντικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα για τις τράπεζες και την εθνική οικονομία και συμβάλλοντας έτσι στη μεγιστοποίηση της αξίας των επενδυτικών τοποθετήσεων των ξένων τραπεζών σε ελληνικές.
Επιπλέον, αυτές οι μορφές στρατηγικής συνεργασίας θα άνοιγαν το δρόμο των ελληνικών τραπεζών για την άντληση ρευστότητας από ισχυρούς διεθνείς εταίρους, διευκολύνοντας τη σταδιακή απεξάρτηση από τις χρηματοδοτήσεις της ΕΚΤ, που ξεπέρασαν τα 96 δις. ευρώ τον Ιούλιο, σύμφωνα με τη δημοσιευμένη λογιστική κατάσταση της ΤτΕ για τον Ιούλιο.