|

Eurobank: Μακροχρόνια η προσπάθεια για το χρέος


Για να σταματήσει η ανοδική πορεία του εξωτερικού χρέους πρέπει το εμπορικό ισοζύγιο να δημιουργεί στο μέλλον πλεονάσματα της τάξης του 0,5-1,5% του ΑΕΠ ετησίως, από ελλείμματα της τάξης του 7,3% το 2010. Αυτό είναι απαραίτητο για να αντισταθμιστεί και η δομική επιδείνωση των Ισοζυγίων Εισοδημάτων και Μεταβιβάσεων. Αν η χώρα καταφέρει να ισοσκελίσει το εμπορικό της ισοζύγιο μέχρι το 2014 και να δημιουργήσει διατηρήσιμα εμπορικά πλεονάσματα της τάξης του 1,5% ετησίως μετά το 2015, το καθαρό εξωτερικό χρέος θα πέσει στο 80% του ΑΕΠ το 2040 από 97,3% του ΑΕΠ σήμερα, κάτω από αρκετά συντηρητικές υποθέσεις για την ανάπτυξη, τα επιτόκια και τον πληθωρισμό. Η προσπάθεια λοιπόν θα είναι μακροχρόνια.

Τα παραπάνω αναφέρει άρθρο του καθηγητή Δημήτρη Μαλλιαρόπουλου, Συμβούλου Οικονομικών Μελετών και του Δρα Τάσου Αναστασάτου, Senior Economist, της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Eurobank EFG με τίτλο «Ανταγωνιστικότητα, Εξωτερικό Έλλειμμα και Εξωτερικό Χρέος της Ελληνικής Οικονομίας». To άρθρο φιλοξενείται στο τρίτο τεύχος του έκτου τόμου της περιοδικής έκδοσης Οικονομία και Αγορές που εξέδωσε σήμερα η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank EFG.

Όπως σημειώνεται σχετικά, η υπερκατανάλωση και η απώλεια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας κατά την τελευταία 10ετία οδήγησαν σε ευμεγέθη και επίμονα ελλείμματα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) και τη συνακόλουθη ταχεία άνοδο του ακαθάριστου εξωτερικού χρέους.

Η ανάλυσή δείχνει ότι η απώλεια ανταγωνιστικότητας και, κατά συνέπεια, η επιδείνωση του ΙΤΣ της χώρας κατά την τελευταία 10-ετία, αντανακλά τέσσερις παράγοντες:
(1) την αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους της χώρας,
(2) την ανατίμηση του ευρώ, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα τρία χρόνια μετά την γέννησή του
(3) τη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας η οποία μεταφράζεται σε χαμηλό τεχνολογικό περιεχόμενο και χαμηλή ανταγωνιστικότητα ποιότητας των εξαγωγών και
(4) την αύξηση των τιμών των μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών σε σχέση με τα εμπορεύσιμα.

Οι πρώτοι τρεις παράγοντες επηρεάζουν άμεσα την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών στις διεθνείς αγορές. Ο τέταρτος παράγοντας επηρεάζει την κατανομή των παραγωγικών πόρων της χώρας μεταξύ του τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων (δηλαδή εξαγώγιμων) αγαθών και υπηρεσιών και του τομέα των μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, τα οποία προορίζονται για εγχώρια κατανάλωση.

Ένα από τα κεντρικά συμπεράσματα της μελέτης είναι ότι η απώλεια ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας από το 2000 έως το 2009 δεν οφείλεται αποκλειστικά σε μια αύξηση του μισθολογικού κόστους και των σχετικών τιμών των εξαγωγών της χώρας. Οι διεθνείς οργανισμοί και η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμούν ότι κατ’ αυτή την περίοδο συσσωρεύτηκε πραγματική ανατίμηση περίπου 20%. Βρίσκουμε ότι το 70% αυτής της απώλειας ανταγωνιστικότητας οφείλεται στην αύξηση των μισθών και των τιμών στους κλάδους των μη εξαγώγιμων αγαθών και υπηρεσιών (δημόσιο, υπηρεσίες εγχώριας κατανάλωσης, κατασκευές κλπ) σε σχέση με τις τιμές και τους μισθούς στους κλάδους οι οποίοι παράγουν εξαγώγιμα αγαθά και υπηρεσίες (βιομηχανία, τουρισμός, ναυτιλία κλπ). Αυτή η μεταβολή των σχετικών τιμών εντός της χώρας υπήρξε το αποτέλεσμα –αλλά και ανατροφοδότησε- μία μετατόπιση παραγωγικών δραστηριοτήτων και πόρων (κεφαλαίου και εργασίας) από κλάδους με υψηλή εξωστρέφεια σε κλάδους υπηρεσιών εγχώριας κατανάλωσης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο δημόσιος τομέας. Το υπόλοιπο 30% (δηλαδή περίπου 6,5 ποσοστιαίες μονάδες απώλειας ανταγωνιστικότητας σύμφωνα με τις επίσημες μετρήσεις) οφείλεται στην αύξηση των τιμών και των μισθών στον τομέα των εξαγωγών σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους της χώρας. Ένα μέρος αυτής της απώλειας ανταγωνιστικότητας οφείλεται στην ονομαστική ανατίμηση του ευρώ.

Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσει ο εξωτερικός τομέας να δημιουργήσει τις θέσεις εργασίας οι οποίες θα καταργούνται λόγω της συρρίκνωσης του δημοσίου στο μέλλον και κατόπιν να συνεισφέρει στην αποπληρωμή μέρους του εξωτερικού χρέους. Κατά συνέπεια, η προσπάθεια της χώρας να επανακτήσει την χαμένη ανταγωνιστικότητά της πρέπει να εστιαστεί σε τρεις παράγοντες. Πρώτον, στην μείωση του κόστους παραγωγής σε σχέση με τους εμπορικούς μας εταίρους μέσω συγκράτησης των μισθών και των περιθωρίων κέρδους. Δεύτερον, στην αύξηση της παραγωγικότητας και τη στροφή προς κλάδους υψηλότερης προστιθέμενης αξίας και εξωστρέφειας. Αυτό προϋποθέτει επενδύσεις σε παραγωγικό εξοπλισμό και νέες τεχνολογίες αλλά και βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας, δηλαδή του τρόπου με τον οποίον συνδυάζονται οι εισροές (κεφάλαιο και εργασία) στην παραγωγική διαδικασία. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί κυρίως με βελτίωση των θεσμών (αποτελεσματικότητα δημόσιας διοίκησης, καταπολέμηση διαφθοράς και γραφειοκρατίας, διευκόλυνση επιχειρηματικής δραστηριότητας κτλ). Τρίτον, στη μείωση των σχετικών τιμών (και μισθών) εντός της χώρας του τομέα μη εξαγώγιμων σε σχέση με τον τομέα εξαγώγιμων αγαθών και υπηρεσιών, έτσι ώστε να δημιουργηθούν κίνητρα στις εταιρείες και στους εργαζόμενους να μετατοπιστούν στον τομέα των εξαγώγιμων.

Για να σταματήσει η ανοδική πορεία του εξωτερικού χρέους πρέπει το εμπορικό ισοζύγιο να δημιουργεί στο μέλλον πλεονάσματα της τάξης του 0,5-1,5% του ΑΕΠ ετησίως, από ελλείμματα της τάξης του 7,3% το 2010. Αυτό είναι απαραίτητο για να αντισταθμιστεί και η δομική επιδείνωση των Ισοζυγίων Εισοδημάτων και Μεταβιβάσεων. Αν η χώρα καταφέρει να ισοσκελίσει το εμπορικό της ισοζύγιο μέχρι το 2014 και να δημιουργήσει διατηρήσιμα εμπορικά πλεονάσματα της τάξης του 1,5% ετησίως μετά το 2015, το καθαρό εξωτερικό χρέος θα πέσει στο 80% του ΑΕΠ το 2040 από 97,3% του ΑΕΠ σήμερα, κάτω από αρκετά συντηρητικές υποθέσεις για την ανάπτυξη, τα επιτόκια και τον πληθωρισμό. Η προσπάθεια λοιπόν θα είναι μακροχρόνια.

Για να αποτιμηθεί πόσο ρεαλιστικές είναι αυτές οι προβολές, διεξαγάγαμε μία μελέτη διατηρησιμότητας του ελληνικού εξωτερικού χρέους. Η ανάλυση δείχνει ότι για να σταθεροποιηθεί το καθαρό εξωτερικό χρέος της χώρας στο επίπεδο το οποίο ήταν προ κρίσεως (85,8% του ΑΕΠ το 2009), πρέπει να δημιουργηθούν μόνιμα πλεονάσματα 0,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ. Αφαιρώντας τα συγκυριακά τμήματα του ελλείμματος (αγορές πλοίων, αύξηση τιμής του πετρελαίου), το έλλειμμα του Εμπορικού Ισοζυγίου πρέπει να μειωθεί κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε σχέση με το επίπεδο του 2010 (αντίστοιχα το έλλειμμα του ΙΤΣ κατά 7,1 ποσοστιαίες μονάδες). Ένα τμήμα αυτής της προσαρμογής (1,9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ) θα έρθει αυτόματα με τη μείωση της κατανάλωσης, και κατά συνέπεια των εισαγωγών, η οποία συμβαίνει ήδη. Επομένως, απομένει εμπορικό έλλειμμα 2% του ΑΕΠ που πρέπει να διορθωθεί με βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας για την ελαστικότητα του ΙΤΣ ως προς την πραγματική ισοτιμία, αυτό καθιστά αναγκαία μία μείωση των σχετικών τιμών έναντι των εμπορικών εταίρων της χώρας, δηλαδή μία πραγματική υποτίμηση, κατά περίπου 12%.

Αυτό σημαίνει δυο πράγματα. Πρώτον, οι σχετικές τιμές των ελληνικών εξαγωγών (βιομηχανία, γεωργία και τουρισμός) πρέπει να μειωθούν σε σχέση με τους ανταγωνιστές στις διεθνείς αγορές. Αυτό θα επιτευχθεί με μια συγκράτηση των μισθολογικών αυξήσεων κάτω από τα επίπεδα του αθροίσματος πληθωρισμού και μεταβολής παραγωγικότητας, καθώς και μια μείωση των περιθωρίων κέρδους. Εκτιμούμε ότι το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας στον εξωτερικό τομέα της οικονομίας σε όρους σχετικών τιμών είναι σήμερα περίπου 5,5 ποσοστιαίες μονάδες και μπορεί να κλείσει γρήγορα μέσα στα επόμενα δύο έως τρία χρόνια. Η πορεία του ευρώ είναι ένας αστάθμητος παράγοντας. Αν το ευρώ ανατιμηθεί κατά 10% από τα σημερινά του (ήδη υψηλά) επίπεδα, η προσπάθεια της χώρας να επαναφέρει την ανταγωνιστικότητά της στα επίπεδα του 2000 περίπου διπλασιάζεται. Αυτό ισχύει ιδίως διότι η ονομαστική ανατίμηση πλήττει περισσότερο χώρες, όπως η Ελλάδα, οι οποίες δεν διαθέτουν προϊόντα και υπηρεσίες αναγνωρίσιμης ετικέτας.

Δεύτερον, οι τιμές και οι μισθοί στους κλάδους των μη εξαγώγιμων πρέπει να μειωθούν σε σχέση με τις τιμές και τους μισθούς στους εξαγωγικούς κλάδους. Αυτό σημαίνει ότι αν, για παράδειγμα, οι μισθοί και τα περιθώρια κέρδους στους εξαγωγικούς κλάδους μειωθούν (αθροιστικά) κατά 5%, η συνολική μείωση των μισθών και των περιθωρίων κέρδους στους μη εξαγωγικούς κλάδους (δημόσιο, κατασκευές, υπηρεσίες) πρέπει να αθροίζει στο 10% για να επιστρέψουν οι σχετικές τιμές και μισθοί στα επίπεδα του 2000. Όσο ταχύτερη είναι η στροφή της προσφοράς προς τις εξαγωγές και της εγχώριας ζήτησης από εισαγόμενα σε ελληνικά προϊόντα, τόσο μειώνεται η ανάγκη για γενικευμένη εσωτερική υποτίμηση.

Ένα μέρος της απαραίτητης προσαρμογής έγινε ήδη το 2010, καθώς μειώθηκαν σημαντικά οι μισθοί στο δημόσιο τομέα. Πιστεύουμε ότι η προσαρμογή αυτή δεν έγινε ορατή σε όλο της το μέγεθος καθώς συνέπεσε με την αύξηση του ΦΠΑ κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες και την επακόλουθη εκτίναξη του πληθωρισμού, κυρίως καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών. Καθώς η αύξηση του ΦΠΑ δεν θα επηρεάσει πλέον τον πληθωρισμό του 2011, πιστεύουμε ότι η επίδραση της μείωσης των μισθών στο δημόσιο στην ανταγωνιστικότητα θα είναι πιο έντονη το 2011-12.

Κρίσιμη είναι και η σημασία της αύξησης της παραγωγικότητας στους εξωστρεφείς τομείς της οικονομίας μέσω επενδύσεων σε τεχνολογία και καινοτομία. Όσο δυναμικότερη η εξειδίκευση σε προϊόντα και υπηρεσίες με υψηλότερο τεχνολογικό περιεχόμενο –και άρα προστιθέμενη αξία- και σε αναπτυσσόμενες αγορές, τόσο θα μειώνεται το βάρος που θα πέσει στους μισθούς. Οι επαυξητικές της συνολικής παραγωγικότητας διαρθρωτικές μεταβολές είναι το ουσιαστικότερο εργαλείο ανάπτυξης και εξωτερικής ανταγωνιστικότητας. Η προσέλκυση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων μπορεί να βοηθήσει αλλά μόνο εάν οι επενδύσεις αυτές γίνουν σε κλάδους αιχμής και αφορούν δραστηριότητες με εξαγωγικό προσανατολισμό. Οι επενδύσεις υποκατάστασης εμπορίου που εξυπηρετούν την εγχώρια αγορά μπορεί να εκτοπίζουν εγχώριες επιχειρήσεις και να επιδεινώνουν το ΙΤΣ.

Καθώς η ανταγωνιστικότητα είναι συνάρτηση τόσο του κόστους εργασίας όσο και της παραγωγικότητας και της πολιτικής τιμολόγησης των εταιριών, μέρος της προσαρμογής πρέπει να αναλάβουν και οι εταιρείες, μειώνοντας τα περιθώρια κέρδους. Το δημόσιο, το οποίο είναι ούτως ή άλλως ζημιογόνο, πρέπει να μειώσει τη σπατάλη, πράγμα το οποίο έχει δρομολογηθεί ήδη. Η συγκράτηση των δανειακών υποχρεώσεων του κράτους, καθώς και η καταπολέμηση των ολιγοπωλιακών καταστάσεων και των ακαμψιών πρέπει να προχωρήσουν ούτως ή άλλως διότι αποτελούν ζωτικά συστατικά του αναγκαίου διαρθρωτικού μετασχηματισμού του μοντέλου ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Μακροχρόνια, το νέο υπόδειγμα ανάπτυξης πρέπει να στηρίζεται στην επένδυση στην παιδεία, την έρευνα και την τεχνολογία, την ανάπτυξη καινοτόμων μεθόδων οργάνωσης της παραγωγής, μια δημόσια διοίκηση που θα στηρίζει την παραγωγική διαδικασία, ένα υγιές τραπεζικό σύστημα, μια νέα, πιο παραγωγική, νοοτροπία όλων των οικονομικών φορέων και των ατόμων.

Posted by Blogger on 8:58 π.μ.. Filed under , , , , . You can follow any responses to this entry through the RSS 2.0. Feel free to leave a response