Τα σχέδια των τραπεζών για απεξάρτηση από την ΕΚΤ
«Ο ρεαλισμός, είπε χθες ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Eurobank κ. Ν. Καραμούζης, επιβάλλει να αποδεχτούμε ότι η ομαλοποίηση των συνθηκών στο τραπεζικό σύστημα και η αποκατάσταση υγιών συνθηκών ρευστότητας, δεν μπορούν ν΄ αυτονομηθούν από τη γενικότερη πορεία και πρόοδο της ελληνικής οικονομίας». Δεν είναι τυχαίο, όμως, ότι οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης αξιολογούν, σήμερα, τις ελληνικές τράπεζες σε υψηλότερη βαθμίδα από το Ελληνικό Δημόσιο.
Αυτό αποτελεί σοβαρό δείγμα και επιβεβαίωση της αξιοπιστίας τους, τόνισε ο κ. Καραμούζης και αναφερόμενος στα επικείμενα νέα stress tests προέβλεψε ότι θα δείξουν ότι, έστω και κάτω από τις πιο ακραίες υποθέσεις και δυσμενή σενάρια, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα διατηρεί και σημαντικές αντοχές και μαξιλάρια και προοπτική.
Στα τέλη Μαϊου, οι τράπεζες θα πρέπει να έχουν υποβάλει στην Τράπεζα της Ελλάδος τα τελικά σχέδια απεξάρτησης από τα κανάλια χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ήδη, κάποια προσχέδια έχουν τεθεί προς...διαπραγμάτευση, καθώς η κεντρική τράπεζα είναι αρμόδια, αλλά και σε θέση, να υποδείξει στις τράπεζες, ιδιωτικές και μη, τι διορθώσεις θα πρέπει να γίνουν, τι προσθήκες ή τι αλλαγές.
Το μνημόνιο που υπογράφηκε πέρυσι, έθεσε σε προτεραιότητα τη διατήρηση ρευστότητας στο σύστημα και στο πλαίσιο αυτό ενέκρινε την επέκταση των εγγυήσεων του Δημοσίου και σε μη καλυμμένα τραπεζικά ομόλογα τραπεζών, κατά 30 δισ ευρώ, το οποίο μάλιστα εγκρίθηκε και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η ρευστότητα αυτή έδωσε «ανάσα» στις τράπεζες της χώρας, αν και δεν διοχετεύθηκε στον επιθυμητό βαθμό στην παροχή νέων δανείων και αυτό δεν οφείλεται μόνο στην στάση των τραπεζών που περιόρισαν σημαντικά το ρυθμό δανείων, αλλά και στη συμπεριφορά των δανειοληπτών, που λόγω κρίσης, ελαχιστοποίησαν στα απολύτως απαραίτητα, τα όποια αιτήματα για νέα δάνεια. Ετσι, η ζήτηση κεφαλαίων έπεσε σε ιστορικά χαμηλά και σε συνδυασμό με μια μαζική φυγή καταθέσεων, δημιούργησε κατά περίπτωση συγκυριακούς τριγμούς στο σύστημα....
Τώρα, έναν χρόνο μετά, οι ελληνικές τράπεζες πρέπει σοβαρά να θέσουν σε εφαρμογή σχέδια επιστροφής των κεφαλαίων στην ΕΚΤ και στροφής τους σε άλλες εναλλακτικές άντλησης κεφαλαίων. Το ίδιο το Μνημόνιο το είχε θέσει το θέμα, επισημαίνοντας ότι οι ιδιωτικές τράπεζες θα πρέπει να ενθαρρύνονται ώστε να αντλούν κεφάλαια και να προβαίνουν σε τυχόν αναγκαίες αναδιαρθρώσεις. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της πώλησης μη βασικών στοιχείων ενεργητικού, των εκδόσεων και εισροών κεφαλαίου από ξένες μητρικές εταιρίες, αλλά και από αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου. Μέσα σε έναν χρόνο, οι ελληνικές τράπεζες «σήκωσαν» από την εγχώριο κεφαλαιαγορά περίπου 4,1 δισ ευρώ (Εθνική, Εμπορική, Γενική, Κύπρου και Marfin), ενώ άλλες, ακολούθησαν διαφορετική πολιτική, όπως η Eurobank, που προχώρησε στην πώληση της παρουσίας της στην Πολωνία και στη συγχώνευση με τη ΔΙΑΣ ΑΕΠΕΥ .
Τόσο το οικονομικό επιτελείο όσο και η Τράπεζα της Ελλάδος ήθελαν να ενθαρρύνουν τις συγχωνεύσεις και τις στρατηγικές συμμαχίες, με ελληνικές ή ξένες τράπεζες. Κάποιες πρωτοβουλίες είδαν το φως (όπως η επιχειρούμενη συγχώνευση Εθνικής Αlpha), αλλά τίποτε δεν ευοδώθηκε. Βελτιώσεις έγιναν στο μέτωπο του ελέγχου κόστους, με σημαντικά βήματα τον περιορισμό του bonus στα τραπεζικά στελέχη και την πλήρη εξάλειψη του επιδόματος ισολογισμού.
Αναφερόμενος στην εδώ και ένα χρόνο υπογραφή του Μνημονίου, ο διοικητής της Αγροτικής Τράπεζας, κ. Θεόδωρος Πανταλάκης, τόνισε ότι χρειάζεται επιμονή και προσπάθεια στο εξής. Αυτό που πρέπει να αναρωτηθούμε, πρόσθεσε, είναι πόσο άλλαξε η ζωή μας στη διάρκεια αυτού του χρόνου. Βρεθήκαμε αντιμέτωποι με χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα, τα οποία δεν θέλαμε ή δεν μπορούσαμε να σκεφθούμε. Και αυτό είναι σημαντικό. Είμαι συγκρατημένα αισιόδοξος ότι η προσπάθεια αυτή θα ευοδωθεί, αρκεί να συνεχίσουμε με επιμονή και συνέπεια.