Ποια θα είναι τα νέα δεδομένα για τις τράπεζες
Προστασία των καταθέσεων με μικρές επιπτώσεις στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών θα επιφέρουν οι αποφάσεις της χθεσινής συνόδου κορυφής. Πλήρης κεφαλαιακή στήριξη για από την Ευρώπη, θα υπάρξει για όποιο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα τη χρειαστεί, ενώ εύφορο είναι πλέον το έδαφος για συνενώσεις ελληνικών τραπεζών. Όσοι ιδιώτες (κατά κύριο λόγο τράπεζες) συμμετέχουν στο πακέτο στήριξης της Ελλάδας με επαναγορά ομολόγων, με βάση τους όρους που δημοσιεύθηκαν, θα υποστούν μια μείωση της «καθαρής παρούσας αξίας» των ομολόγων κατά περίπου 21%, καθώς το επιτόκιο που θα έχουν είναι χαμηλότερο από αυτό που επικρατεί στις αγορές για ομόλογα αντίστοιχης διάρκειας. Βέβαια, το τελικό ποσοστό επιβάρυνσης στα βιβλία των τραπεζών, ίσως να είναι μικρότερο, αφού πρόκειται να γίνουν και επαναγορές ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά μέσω του EFSF (με αποτέλεσμα την αύξηση της αξίας των κυκλοφορούντων ομολόγων και τη μείωση της επιτοκιακής απόδοσης που δίδουν). Έχοντας υπ’ όψη ότι στα πρόσφατα Stress Tests που έγιναν στις ελληνικές τράπεζες, σχεδόν όλες πέρασαν τον πήχη ακόμη και με το ενδεχόμενο για μείωση κατά 15% των συνολικών χαρτοφυλακίων τους, η πιθανότητα να αντιμετωπίσουν πρόβλημα κεφαλαιακής επάρκειας είναι περιορισμένη, καθώς το τμήμα του ενεργητικού τους που τελικά θα απομειωθεί κατά 21% είναι πολύ μικρότερο από το συνολικό χαρτοφυλάκιό τους. Σ5το σημείο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα ομόλογα που θα λάβουν από το EFSF, θα έχουν βαθμολόγηση ΑΑΑ, που σημαίνει πρακτικά ότι διατρέχουν πολύ λιγότερο κίνδυνο σε σχέση με την πιθανότητα μις πραγματικής χρεοκοπίας της Ελλάδας. Aπό την άλλη πλευρά υπάρχουν βέβαια και οι στόχοι που έχουν τεθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος και την τρόϊκά για δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας της τάξεως του 10%. Σε σχέση με αυτό το ποσοστό κεφαλαιακής επάρκειας που έχει τεθεί ως στόχος, οι πρώτοι υπολογισμοί από τον τραπεζικό χώρο, μιλούν για θεωρητική ανάγκη ενίσχυσης της τάξεως των 5-7 δισ. ευρώ. Στην πράξη όμως, στο θέμα αυτό υπεισέρχονται σημαντικοί παράγοντες που δεν είναι σήμερα γνωστοί. Αφενός μπορεί να υπάρξει μείωση του στόχου που έχει τεθεί, π.χ. στο 8%, με δεδομένο ότι όταν τέθηκε ο στόχος του 10%, ήταν ακόμη άγνωστο το τι θα συμβεί με ένα πιθανό «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων . Όπως δε επισημαίνεται, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα δοθεί στις τράπεζες επαρκής χρόνος για να πετύχουν αυτό το στόχο και με ενέργειες όπως η βελτίωση στο asset/liability management (διαχείριση στοιχείων ενεργητικού-παθητικού), ώστε να μειωθούν τα risk weighted assets (δηλαδή ο σταθμισμένος κίνδυνος ενεργητικού), με πώληση στοιχείων ενεργητικού- και άλλου είδους «μαξιλάρια», πλην των καθαρόαιμων αυξήσεων κεφαλαίου. Ρόλο επίσης αναμένεται να παίξουν και ενδεχόμενες κινήσεις συνένωσης προκειμένου να υπάρξει έμμεση εξοικονόμηση κεφαλαίων. Για την ακρίβεια ορισμένοι τραπεζίτες επιμένουν ότι μετά το τέλος των stress test και τις χθεσινές αποφάσεις που επιτέλους «ποσοτικοποιούν» τον κίνδυνο των ελληνικών ομολόγων με ακρίβεια, ανοίγει ο δρόμος για deals μεταξύ των ελληνικών τραπεζων. Τέλος ακόμη και στις περιπτώσεις που θα απαιτηθούν σε κάποιο βάθος χρόνου αυξήσεις κεφαλαίου, από τις πιο αδύναμες κεφαλαιακά τράπεζες, θα υπάρχει σαφώς πρώτος λόγος στους μετόχους, πριν προκύψει θέμα συμμετοχής του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Το βέβαιον όμως είναι ότι το Ταμείο θα μπορέσει να καλύψει τις όποιες ανάγκες, προστατεύοντας πλήρως το σύστημα και τα συμφέροντα των καταθετών. Σχετικά με τη ρευστότητα Στην πιθανή περίπτωση που η συμμετοχή ιδιωτών οδηγήσει στην αξιολόγηση των ελληνικών ομολόγων με διαβάθμιση “SD” δηλαδή «επιλεκτικής χρεοκοπίας», όπως ήδη εκτιμάται, είναι πλέον δεδομένο ότι οι ελληνικές τράπεζες θα διασφαλίσουν τη ρευστότητα που απαιτείται από την ΕΚΤ, με τη συνδρομή εγγυήσεων του EFSF που θα φτάσουν έως τα 35 δισ. ευρώ, για το προσωρινό διάστημα της αξιολόγησης “SD”. Ωστόσο και οι ίδιοι οι τραπεζίτες δεν αρνούνται ότι η κατάσταση «selective default” για την ελληνική οικονομία, θα είναι καλό να μην διατηρηθεί για πολύ, (ίσως και για διάστημα ημερών ή εβδομάδων μόνο) κάτι που θα εξαρτηθεί και από τους χειρισμούς που θα γίνουν στην υλοποίηση της συμμετοχής ιδιωτών, αλλά και από τους ίδιους τους οίκους αξιολόγησης. Τέλος, θετικά υποδέχτηκαν οι τραπεζίτες και τη διαφαινόμενη στήριξη της ελληνικής οικονομίας με ένα νέο «σχέδιο Μάρσαλ». Αν και τα επιμέρους χαρακτηριστικά δεν έχουν ακόμη γίνει γνωστά, (το ύψος, οι όροι και ο χρόνος εκταμίευσης κ.λ.π.), οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι η εισροή αναπτυξιακών ενισχύσεων θα λειτουργήσει ως «πολλαπλασιαστής» στην ελληνική οικονομία, καταπολεμώντας τις υφεσιακές συνέπειες του μνημονίου, αλλά και ενισχύοντας την επιχειρηματική και την καταναλωτική εμπιστοσύνη.