Τράπεζες: Κρισιμότερη η κεφαλαιακή επάρκεια παρά η ρευστότητα
Το πρόβλημα της κεφαλαιακής επάρκειας και όχι της ρευστότητας θα αναδείξει για τις τράπεζες η επομένη της Συνόδου Κορυφής.
Ασχέτως με τις λύσεις που αναμένονται σήμερα από την ηγεσία της ευρωζώνης και την διαφαινόμενη παράταση της κρίσης χρέους πανευρωπαϊκά, γνώστες των διεθνών αγορών υποστηρίζουν στο Capital.gr ότι οι λύσεις στην Ευρώπη θα δοθούν μόνο αφού οι ΗΠΑ επιλύσουν τα δικά τους προβλήματα χρέους. «Αυτό που εμφανίζεται ως ελληνική κρίση χρέους, δεν είναι παρά η απόρροια του οικονομικού πολέμου ΗΠΑ – Ευρώπης, με θύμα τον πιο αδύναμο κρίκο», αναφέρουν χαρακτηριστικά. Όπως προσθέτουν, ακόμη και με τη διαφαινόμενη «χλιαρότητα» των αποφάσεων της σημερινής Συνόδου Κορυφής, ο στόχος για την Ελλάδα είναι να καταστεί βιώσιμο το χρέος της, δηλαδή οι τόκοι για την εξυπηρέτησή του να φτάσουν να μην ξεπερνούν το 5% του ΑΕΠ της.
«Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να καλλιεργείται κανενός είδους καταστροφολογία για τη χώρα από μόνη την εξέλιξη της σημερινής Συνόδου Κορυφής. Το πολύ σημαντικό που θα συμβεί είναι ότι η Ελλάδα θα μάθει να ζει ορθολογικά και ισοσκελισμένα, μαζεύοντας τους φόρους και τις εισφορές της και ξοδεύοντας λιγότερα», επισημαίνουν οι ίδιες πηγές.
Όσο για αυτά που περιμένουν τις τράπεζες από αύριο κιόλας, τα ίδια στελέχη εκτιμούν ότι το πρόβλημα που θα αναδειχθεί μετ΄ επιτάσεως δεν θα είναι η ρευστότητα για την οποία υπάρχουν μηχανισμοί κάλυψης. Αντιθέτως, αυτό που θα είναι πολύ πιεστικό για τις τράπεζες θα είναι οι ανάγκες για νέα κεφάλαια και αυτό παρά το γεγονός ότι ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος φάνηκε καλά κεφαλαιοποιημένος στη διαδικασία των στρες τεστ. Αυτό σημαίνει ότι για τις εγχώριες τράπεζες ανοίγουν άμεσα όλα τα ενδεχόμενα, συμπεριλαμβανομένου και του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Από αύριο κιόλας, οι ελληνικές τράπεζες θα κληθούν να αντιμετωπίσουν «αμαρτίες» του παρελθόντος που αναδείχθηκαν μέσα από την κρίση χρέους. Πρόκειται ειδικότερα για την «επιθετική» ανάπτυξη κατά την περίοδο των «παχιών αγελάδων» και τα κακά δάνεια που έχουν χορηγήσει. Τις συνέπειες αυτών θα κληθούν να αντιμετωπίσουν τώρα οι τράπεζες, εξωθούμενες σε μεγάλες αυξήσεις κεφαλαίου, «οι οποίες δεν θα μπορέσουν να υπερασπιστούν τους υφιστάμενους μετόχους», αναφέρεται χαρακτηριστικά.